Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
View word page
ἀποσοβέω
to scare away

ShortDef

to scare away

Debugging

Headword:
ἀποσοβέω
Headword (normalized):
ἀποσοβέω
Headword (normalized/stripped):
αποσοβεω
IDX:
12002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12003
Key:

Data

{'content': 'to scare away'}