Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
View word page
ἀποσμιλεύω
plane off, polish off

ShortDef

plane off, polish off

Debugging

Headword:
ἀποσμιλεύω
Headword (normalized):
ἀποσμιλεύω
Headword (normalized/stripped):
αποσμιλευω
IDX:
12000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12001
Key:

Data

{'content': 'plane off, polish off'}