Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
View word page
ἀποσμίλευμα
a chip, shaving

ShortDef

a chip, shaving

Debugging

Headword:
ἀποσμίλευμα
Headword (normalized):
ἀποσμίλευμα
Headword (normalized/stripped):
αποσμιλευμα
IDX:
11999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12000
Key:

Data

{'content': 'a chip, shaving'}