Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
ἄβρικτος
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβρόδαις
View word page
ἀβούτης
without oxen
ShortDef
without oxen
Debugging
Headword:
ἀβούτης
Headword (normalized):
ἀβούτης
Headword (normalized/stripped):
αβουτης
IDX:
119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-120
Key:
Data
{'content': 'without oxen'}