Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
View word page
ἀποσμηκτέον
one must wipe clean

ShortDef

one must wipe clean

Debugging

Headword:
ἀποσμηκτέον
Headword (normalized):
ἀποσμηκτέον
Headword (normalized/stripped):
αποσμηκτεον
IDX:
11995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11996
Key:

Data

{'content': 'one must wipe clean'}