Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
View word page
ἀποσμάω
to wipe off dirt

ShortDef

to wipe off dirt

Debugging

Headword:
ἀποσμάω
Headword (normalized):
ἀποσμάω
Headword (normalized/stripped):
αποσμαω
IDX:
11994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11995
Key:

Data

{'content': 'to wipe off dirt'}