Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
View word page
ἀποσκώπτω
to banter, rally
ShortDef
to banter, rally
Debugging
Headword:
ἀποσκώπτω
Headword (normalized):
ἀποσκώπτω
Headword (normalized/stripped):
αποσκωπτω
IDX:
11993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11994
Key:
Data
{'content': 'to banter, rally'}