Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
View word page
ἀποσκωπτικῶς
in a jeering way

ShortDef

in a jeering way

Debugging

Headword:
ἀποσκωπτικῶς
Headword (normalized):
ἀποσκωπτικῶς
Headword (normalized/stripped):
αποσκωπτικως
IDX:
11992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11993
Key:

Data

{'content': 'in a jeering way'}