Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
View word page
ἀπόσκωμμα
banter, raillery

ShortDef

banter, raillery

Debugging

Headword:
ἀπόσκωμμα
Headword (normalized):
ἀπόσκωμμα
Headword (normalized/stripped):
αποσκωμμα
IDX:
11990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11991
Key:

Data

{'content': 'banter, raillery'}