Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
View word page
ἀποσκύλλω
pull, tear off
ShortDef
pull, tear off
Debugging
Headword:
ἀποσκύλλω
Headword (normalized):
ἀποσκύλλω
Headword (normalized/stripped):
αποσκυλλω
IDX:
11989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11990
Key:
Data
{'content': 'pull, tear off'}