Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
View word page
ἀποσκυδμαίνω
to be enraged with

ShortDef

to be enraged with

Debugging

Headword:
ἀποσκυδμαίνω
Headword (normalized):
ἀποσκυδμαίνω
Headword (normalized/stripped):
αποσκυδμαινω
IDX:
11986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11987
Key:

Data

{'content': 'to be enraged with'}