Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
View word page
ἀποσκουτλόω
deprive of its paving

ShortDef

deprive of its paving

Debugging

Headword:
ἀποσκουτλόω
Headword (normalized):
ἀποσκουτλόω
Headword (normalized/stripped):
αποσκουτλοω
IDX:
11984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11985
Key:

Data

{'content': 'deprive of its paving'}