Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
ἀποσκωπτικῶς
ἀποσκώπτω
View word page
ἀποσκότωσις
darkening, loss of sight

ShortDef

darkening, loss of sight

Debugging

Headword:
ἀποσκότωσις
Headword (normalized):
ἀποσκότωσις
Headword (normalized/stripped):
αποσκοτωσις
IDX:
11983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11984
Key:

Data

{'content': 'darkening, loss of sight'}