Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
ἀποσκωπεύω
View word page
ἀποσκοτίζω
darken

ShortDef

darken

Debugging

Headword:
ἀποσκοτίζω
Headword (normalized):
ἀποσκοτίζω
Headword (normalized/stripped):
αποσκοτιζω
IDX:
11981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11982
Key:

Data

{'content': 'darken'}