Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
ἀπόσκωμμα
View word page
ἀποσκοτέω
stop throwing shade over

ShortDef

stop throwing shade over

Debugging

Headword:
ἀποσκοτέω
Headword (normalized):
ἀποσκοτέω
Headword (normalized/stripped):
αποσκοτεω
IDX:
11980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11981
Key:

Data

{'content': 'stop throwing shade over'}