Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκύλλω
View word page
ἀποσκορακισμός
casting off utterly

ShortDef

casting off utterly

Debugging

Headword:
ἀποσκορακισμός
Headword (normalized):
ἀποσκορακισμός
Headword (normalized/stripped):
αποσκορακισμος
IDX:
11979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11980
Key:

Data

{'content': 'casting off utterly'}