Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
ἀποσκουτλόω
ἀποσκυβαλίζω
View word page
ἀποσκοπέω
look steadily at

ShortDef

look steadily at

Debugging

Headword:
ἀποσκοπέω
Headword (normalized):
ἀποσκοπέω
Headword (normalized/stripped):
αποσκοπεω
IDX:
11975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11976
Key:

Data

{'content': 'look steadily at'}