Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκότωσις
View word page
ἀποσκολοπίζω
remove stumbling-blocks

ShortDef

remove stumbling-blocks

Debugging

Headword:
ἀποσκολοπίζω
Headword (normalized):
ἀποσκολοπίζω
Headword (normalized/stripped):
αποσκολοπιζω
IDX:
11973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11974
Key:

Data

{'content': 'remove stumbling-blocks'}