Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
ἀποσκοτόομαι
View word page
ἀποσκνιφόω
obscure, darken

ShortDef

obscure, darken

Debugging

Headword:
ἀποσκνιφόω
Headword (normalized):
ἀποσκνιφόω
Headword (normalized/stripped):
αποσκνιφοω
IDX:
11972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11973
Key:

Data

{'content': 'obscure, darken'}