Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
ἀποσκοτίζω
View word page
ἀποσκνίπτω
scatter
ShortDef
scatter
Debugging
Headword:
ἀποσκνίπτω
Headword (normalized):
ἀποσκνίπτω
Headword (normalized/stripped):
αποσκνιπτω
IDX:
11971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11972
Key:
Data
{'content': 'scatter'}