Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
ἀποσκοτέω
View word page
ἀπόσκλησις
drying up, withering

ShortDef

drying up, withering

Debugging

Headword:
ἀπόσκλησις
Headword (normalized):
ἀπόσκλησις
Headword (normalized/stripped):
αποσκλησις
IDX:
11970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11971
Key:

Data

{'content': 'drying up, withering'}