Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
ἀποσκορακισμός
View word page
ἀποσκληρύνω
harden

ShortDef

harden

Debugging

Headword:
ἀποσκληρύνω
Headword (normalized):
ἀποσκληρύνω
Headword (normalized/stripped):
αποσκληρυνω
IDX:
11969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11970
Key:

Data

{'content': 'harden'}