Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσκήπτω
ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
ἀποσκορακίζω
View word page
ἀπόσκληρος
very hard
ShortDef
very hard
Debugging
Headword:
ἀπόσκληρος
Headword (normalized):
ἀπόσκληρος
Headword (normalized/stripped):
αποσκληρος
IDX:
11968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11969
Key:
Data
{'content': 'very hard'}