Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀπόσκοπος
View word page
ἀποσκλῆναι
to be dried up, to wither

ShortDef

to be dried up, to wither

Debugging

Headword:
ἀποσκλῆναι
Headword (normalized):
ἀποσκλῆναι
Headword (normalized/stripped):
αποσκληναι
IDX:
11967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11968
Key:

Data

{'content': 'to be dried up, to wither'}