Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκηνέω
ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω
View word page
ἀποσκίρρωμα
a callous, hard lump

ShortDef

a callous, hard lump

Debugging

Headword:
ἀποσκίρρωμα
Headword (normalized):
ἀποσκίρρωμα
Headword (normalized/stripped):
αποσκιρρωμα
IDX:
11965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11966
Key:

Data

{'content': 'a callous, hard lump'}