Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόσκημμα
ἀποσκηνέω
ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
ἀποσκληρύνω
ἀπόσκλησις
ἀποσκνίπτω
ἀποσκνιφόω
ἀποσκολοπίζω
ἀποσκολύπτω
View word page
ἀποσκίμπτω
throw down
ShortDef
throw down
Debugging
Headword:
ἀποσκίμπτω
Headword (normalized):
ἀποσκίμπτω
Headword (normalized/stripped):
αποσκιμπτω
IDX:
11964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11965
Key:
Data
{'content': 'throw down'}