Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκεπαρνισμός
ἀποσκεπτέον
ἀποσκεπτέος
ἀποσκέπω
ἀποσκευάζω
ἀποσκευή
ἀπόσκημμα
ἀποσκηνέω
ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
ἀπόσκληρος
View word page
ἀποσκήπτω
to hurl from above

ShortDef

to hurl from above

Debugging

Headword:
ἀποσκήπτω
Headword (normalized):
ἀποσκήπτω
Headword (normalized/stripped):
αποσκηπτω
IDX:
11958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11959
Key:

Data

{'content': 'to hurl from above'}