Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκεπάζω
ἀποσκεπαρνισμός
ἀποσκεπτέον
ἀποσκεπτέος
ἀποσκέπω
ἀποσκευάζω
ἀποσκευή
ἀπόσκημμα
ἀποσκηνέω
ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
ἀποσκιρτάω
ἀποσκλῆναι
View word page
ἀποσκηνόω
to keep apart from

ShortDef

to keep apart from

Debugging

Headword:
ἀποσκηνόω
Headword (normalized):
ἀποσκηνόω
Headword (normalized/stripped):
αποσκηνοω
IDX:
11957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11958
Key:

Data

{'content': 'to keep apart from'}