Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκάπτω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκεπάζω
ἀποσκεπαρνισμός
ἀποσκεπτέον
ἀποσκεπτέος
ἀποσκέπω
ἀποσκευάζω
ἀποσκευή
ἀπόσκημμα
ἀποσκηνέω
ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
ἀποσκίρρωμα
View word page
ἀποσκηνέω
to encamp apart from

ShortDef

to encamp apart from

Debugging

Headword:
ἀποσκηνέω
Headword (normalized):
ἀποσκηνέω
Headword (normalized/stripped):
αποσκηνεω
IDX:
11955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11956
Key:

Data

{'content': 'to encamp apart from'}