Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκάλλω
ἀποσκάπτω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκεπάζω
ἀποσκεπαρνισμός
ἀποσκεπτέον
ἀποσκεπτέος
ἀποσκέπω
ἀποσκευάζω
ἀποσκευή
ἀπόσκημμα
ἀποσκηνέω
ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκίμπτω
View word page
ἀπόσκημμα
support, prop

ShortDef

support, prop

Debugging

Headword:
ἀπόσκημμα
Headword (normalized):
ἀπόσκημμα
Headword (normalized/stripped):
αποσκημμα
IDX:
11954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11955
Key:

Data

{'content': 'support, prop'}