Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσιωπάω
ἀποσιώπησις
ἀποσκάλλω
ἀποσκάπτω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκεπάζω
ἀποσκεπαρνισμός
ἀποσκεπτέον
ἀποσκεπτέος
ἀποσκέπω
ἀποσκευάζω
ἀποσκευή
ἀπόσκημμα
ἀποσκηνέω
ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀπόσκηψις
ἀποσκιάζω
ἀποσκίασμα
ἀποσκιασμός
View word page
ἀποσκευάζω
to pull off

ShortDef

to pull off

Debugging

Headword:
ἀποσκευάζω
Headword (normalized):
ἀποσκευάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσκευαζω
IDX:
11952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11953
Key:

Data

{'content': 'to pull off'}