Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσιτέω
ἀποσιτία
ἀποσιτικός
ἀποσιτίξομαι
ἀπόσιτος
ἀποσιωπάω
ἀποσιώπησις
ἀποσκάλλω
ἀποσκάπτω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκεπάζω
ἀποσκεπαρνισμός
ἀποσκεπτέον
ἀποσκεπτέος
ἀποσκέπω
ἀποσκευάζω
ἀποσκευή
ἀπόσκημμα
ἀποσκηνέω
ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
View word page
ἀποσκεπάζω
uncover
ShortDef
uncover
Debugging
Headword:
ἀποσκεπάζω
Headword (normalized):
ἀποσκεπάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσκεπαζω
IDX:
11947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11948
Key:
Data
{'content': 'uncover'}