Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσήπομαι
ἀπόσηψις
ἀποσιγάω
ἀποσίγησις
ἀποσιμόω
ἀποσίμωσις
ἀποσιτέω
ἀποσιτία
ἀποσιτικός
ἀποσιτίξομαι
ἀπόσιτος
ἀποσιωπάω
ἀποσιώπησις
ἀποσκάλλω
ἀποσκάπτω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκεπάζω
ἀποσκεπαρνισμός
ἀποσκεπτέον
ἀποσκεπτέος
ἀποσκέπω
View word page
ἀπόσιτος
abstaining from food

ShortDef

abstaining from food

Debugging

Headword:
ἀπόσιτος
Headword (normalized):
ἀπόσιτος
Headword (normalized/stripped):
αποσιτος
IDX:
11941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11942
Key:

Data

{'content': 'abstaining from food'}