Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
ἀπόσηψις
ἀποσιγάω
ἀποσίγησις
ἀποσιμόω
ἀποσίμωσις
ἀποσιτέω
ἀποσιτία
ἀποσιτικός
ἀποσιτίξομαι
ἀπόσιτος
ἀποσιωπάω
ἀποσιώπησις
ἀποσκάλλω
ἀποσκάπτω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκεπάζω
View word page
ἀποσιτέω
cease to eat, starve

ShortDef

cease to eat, starve

Debugging

Headword:
ἀποσιτέω
Headword (normalized):
ἀποσιτέω
Headword (normalized/stripped):
αποσιτεω
IDX:
11937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11938
Key:

Data

{'content': 'cease to eat, starve'}