Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύομαι
ἀποσεύω
ἀποσήθω
ἀποσηκόω
ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
ἀπόσηψις
ἀποσιγάω
ἀποσίγησις
ἀποσιμόω
ἀποσίμωσις
ἀποσιτέω
ἀποσιτία
ἀποσιτικός
ἀποσιτίξομαι
ἀπόσιτος
ἀποσιωπάω
View word page
ἀπόσηψις
rotting away
ShortDef
rotting away
Debugging
Headword:
ἀπόσηψις
Headword (normalized):
ἀπόσηψις
Headword (normalized/stripped):
αποσηψις
IDX:
11932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11933
Key:
Data
{'content': 'rotting away'}