Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύομαι
ἀποσεύω
ἀποσήθω
ἀποσηκόω
ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
ἀπόσηψις
ἀποσιγάω
ἀποσίγησις
ἀποσιμόω
ἀποσίμωσις
ἀποσιτέω
ἀποσιτία
ἀποσιτικός
ἀποσιτίξομαι
ἀπόσιτος
View word page
ἀποσήπομαι
to lose by mortification

ShortDef

to lose by mortification

Debugging

Headword:
ἀποσήπομαι
Headword (normalized):
ἀποσήπομαι
Headword (normalized/stripped):
αποσηπομαι
IDX:
11931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11932
Key:

Data

{'content': 'to lose by mortification'}