Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσειρόω
ἀπόσεισις
ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύομαι
ἀποσεύω
ἀποσήθω
ἀποσηκόω
ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
ἀπόσηψις
ἀποσιγάω
ἀποσίγησις
ἀποσιμόω
ἀποσίμωσις
ἀποσιτέω
ἀποσιτία
ἀποσιτικός
View word page
ἀποσημειόομαι
note down, make notes

ShortDef

note down, make notes

Debugging

Headword:
ἀποσημειόομαι
Headword (normalized):
ἀποσημειόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποσημειοομαι
IDX:
11929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11930
Key:

Data

{'content': 'note down, make notes'}