Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσαφέω
ἀποσβέννυμι
ἀπόσβεσις
ἀποσειρόω
ἀπόσεισις
ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύομαι
ἀποσεύω
ἀποσήθω
ἀποσηκόω
ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
ἀπόσηψις
ἀποσιγάω
ἀποσίγησις
ἀποσιμόω
ἀποσίμωσις
View word page
ἀποσηκόω
shut up in a pen
ShortDef
shut up in a pen
Debugging
Headword:
ἀποσηκόω
Headword (normalized):
ἀποσηκόω
Headword (normalized/stripped):
αποσηκοω
IDX:
11926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11927
Key:
Data
{'content': 'shut up in a pen'}