Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσαλεύω
ἀποσάττω
ἀποσαφέω
ἀποσβέννυμι
ἀπόσβεσις
ἀποσειρόω
ἀπόσεισις
ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύομαι
ἀποσεύω
ἀποσήθω
ἀποσηκόω
ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
ἀπόσηψις
ἀποσιγάω
ἀποσίγησις
View word page
ἀποσεύω
to chase away
ShortDef
to chase away
Debugging
Headword:
ἀποσεύω
Headword (normalized):
ἀποσεύω
Headword (normalized/stripped):
αποσευω
IDX:
11924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11925
Key:
Data
{'content': 'to chase away'}