Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορχέομαι
ἀποσαλεύω
ἀποσάττω
ἀποσαφέω
ἀποσβέννυμι
ἀπόσβεσις
ἀποσειρόω
ἀπόσεισις
ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύομαι
ἀποσεύω
ἀποσήθω
ἀποσηκόω
ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
ἀπόσηψις
ἀποσιγάω
View word page
ἀποσεύομαι
rush away, hurry away

ShortDef

rush away, hurry away

Debugging

Headword:
ἀποσεύομαι
Headword (normalized):
ἀποσεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποσευομαι
IDX:
11923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11924
Key:

Data

{'content': 'rush away, hurry away'}