Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπορφανίζω
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
ἀποσαλεύω
ἀποσάττω
ἀποσαφέω
ἀποσβέννυμι
ἀπόσβεσις
ἀποσειρόω
ἀπόσεισις
ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύομαι
ἀποσεύω
ἀποσήθω
ἀποσηκόω
ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
View word page
ἀποσείω
to shake off
ShortDef
to shake off
Debugging
Headword:
ἀποσείω
Headword (normalized):
ἀποσείω
Headword (normalized/stripped):
αποσειω
IDX:
11921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11922
Key:
Data
{'content': 'to shake off'}