Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορρώξ
ἀπορύσσω
ἀπορφανίζω
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
ἀποσαλεύω
ἀποσάττω
ἀποσαφέω
ἀποσβέννυμι
ἀπόσβεσις
ἀποσειρόω
ἀπόσεισις
ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύομαι
ἀποσεύω
ἀποσήθω
ἀποσηκόω
ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
View word page
ἀποσειρόω
strain, filter off

ShortDef

strain, filter off

Debugging

Headword:
ἀποσειρόω
Headword (normalized):
ἀποσειρόω
Headword (normalized/stripped):
αποσειροω
IDX:
11919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11920
Key:

Data

{'content': 'strain, filter off'}