Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορροφέω
ἀπορρυΐσκω
ἀπορρυπαίνω
ἀπορρύπτω
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυτος
ἀπόρρυψις
ἀπορρώξ
ἀπορύσσω
ἀπορφανίζω
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
ἀποσαλεύω
ἀποσάττω
ἀποσαφέω
ἀποσβέννυμι
ἀπόσβεσις
ἀποσειρόω
ἀπόσεισις
ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
View word page
ἀπόρφυρος
without purple border

ShortDef

without purple border

Debugging

Headword:
ἀπόρφυρος
Headword (normalized):
ἀπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
απορφυρος
IDX:
11912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11913
Key:

Data

{'content': 'without purple border'}