Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπορρίπτω
ἀπορριφή
ἀπορρίψιμος
ἀπόρριψις
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρροος
ἀπορροφέω
ἀπορρυΐσκω
ἀπορρυπαίνω
ἀπορρύπτω
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυτος
ἀπόρρυψις
ἀπορρώξ
ἀπορύσσω
ἀπορφανίζω
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
ἀποσαλεύω
View word page
ἀπορρυπαίνω
tarnish
ShortDef
tarnish
Debugging
Headword:
ἀπορρυπαίνω
Headword (normalized):
ἀπορρυπαίνω
Headword (normalized/stripped):
απορρυπαινω
IDX:
11904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11905
Key:
Data
{'content': 'tarnish'}