Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπορριπίζω
ἀπορριπτέον
ἀπόρριπτος
ἀπορρίπτω
ἀπορριφή
ἀπορρίψιμος
ἀπόρριψις
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρροος
ἀπορροφέω
ἀπορρυΐσκω
ἀπορρυπαίνω
ἀπορρύπτω
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυτος
ἀπόρρυψις
ἀπορρώξ
ἀπορύσσω
ἀπορφανίζω
View word page
ἀπόρροος
streaming out of
ShortDef
streaming out of
Debugging
Headword:
ἀπόρροος
Headword (normalized):
ἀπόρροος
Headword (normalized/stripped):
απορροος
IDX:
11901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11902
Key:
Data
{'content': 'streaming out of'}