Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορρινάω
ἀπορρινήματα
ἀπορριπίζω
ἀπορριπτέον
ἀπόρριπτος
ἀπορρίπτω
ἀπορριφή
ἀπορρίψιμος
ἀπόρριψις
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρροος
ἀπορροφέω
ἀπορρυΐσκω
ἀπορρυπαίνω
ἀπορρύπτω
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυτος
ἀπόρρυψις
ἀπορρώξ
View word page
ἀπόρροια
effluvia

ShortDef

effluvia

Debugging

Headword:
ἀπόρροια
Headword (normalized):
ἀπόρροια
Headword (normalized/stripped):
απορροια
IDX:
11899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11900
Key:

Data

{'content': 'effluvia'}