Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
ἄβρικτος
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
View word page
ἄβουλος
inconsiderate, ill-advised

ShortDef

inconsiderate, ill-advised

Debugging

Headword:
ἄβουλος
Headword (normalized):
ἄβουλος
Headword (normalized/stripped):
αβουλος
IDX:
118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-119
Key:

Data

{'content': 'inconsiderate, ill-advised'}