Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορριζόω
ἀπορρινάω
ἀπορρινήματα
ἀπορριπίζω
ἀπορριπτέον
ἀπόρριπτος
ἀπορρίπτω
ἀπορριφή
ἀπορρίψιμος
ἀπόρριψις
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρροος
ἀπορροφέω
ἀπορρυΐσκω
ἀπορρυπαίνω
ἀπορρύπτω
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυτος
ἀπόρρυψις
View word page
ἀπορροή
flowing off, stream

ShortDef

flowing off, stream

Debugging

Headword:
ἀπορροή
Headword (normalized):
ἀπορροή
Headword (normalized/stripped):
απορροη
IDX:
11898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11899
Key:

Data

{'content': 'flowing off, stream'}