Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόρρηξις
ἀπόρρησις
ἀπορρητέον
ἀπόρρητος
ἀπόρρηψμα
ἀπορριγέω
ἀπορριγόω
ἀπορριζόω
ἀπορρινάω
ἀπορρινήματα
ἀπορριπίζω
ἀπορριπτέον
ἀπόρριπτος
ἀπορρίπτω
ἀπορριφή
ἀπορρίψιμος
ἀπόρριψις
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρροος
View word page
ἀπορριπίζω
blow away
ShortDef
blow away
Debugging
Headword:
ἀπορριπίζω
Headword (normalized):
ἀπορριπίζω
Headword (normalized/stripped):
απορριπιζω
IDX:
11891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11892
Key:
Data
{'content': 'blow away'}