Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόρρημα
ἀπόρρηξις
ἀπόρρησις
ἀπορρητέον
ἀπόρρητος
ἀπόρρηψμα
ἀπορριγέω
ἀπορριγόω
ἀπορριζόω
ἀπορρινάω
ἀπορρινήματα
ἀπορριπίζω
ἀπορριπτέον
ἀπόρριπτος
ἀπορρίπτω
ἀπορριφή
ἀπορρίψιμος
ἀπόρριψις
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
View word page
ἀπορρινήματα
filings, scraps

ShortDef

filings, scraps

Debugging

Headword:
ἀπορρινήματα
Headword (normalized):
ἀπορρινήματα
Headword (normalized/stripped):
απορρινηματα
IDX:
11890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11891
Key:

Data

{'content': 'filings, scraps'}